- περιβολάδιον
- περιβολ-άδιον, τό, Dim. of sq.,A wrapper, POxy.921.2 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβολάδιον — τὸ, Α [περιβόλαιον] υποκορ. τού περιβόλαιον* … Dictionary of Greek